- καλοθελής
- καλοθελήςbenevolentmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλοθελής — καλοθελής, ές (Α) ευμενής, καλόγνωμος, καλής διαθέσεως. επίρρ... καλοθελῶς (AM) με καλή διάθεση, με ευμένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + θελής (< θέλω), πρβλ. αγαθο θελής, κακο θελής] … Dictionary of Greek
καλοθελεῖ — καλοθελής benevolent masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) καλοθελής benevolent masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοθελῶς — καλοθελής benevolent adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… … Dictionary of Greek
καλοθέλεια — καλοθέλεια, ἡ (AM) [καλοθελής] καλή διάθεση, ευμένεια, καλοσύνη … Dictionary of Greek
καλόθελος — η, ο (Μ καλόθελος, ος και η, ο(ν) (για πρόσ.) καλοπροαίρετος, καλόγνωμος, καλής προθέσεως, αγαθός («πᾱσα ψυχή καλόθελη», Λίβ. και Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού καλοθελής] … Dictionary of Greek